- μελεδήματα
- μελέδημαcareneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελεδήμαθ' — μελεδήματα , μελέδημα care neut nom/voc/acc pl μελεδήματι , μελέδημα care neut dat sg μελεδήματε , μελέδημα care neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελεδήματ' — μελεδήματα , μελέδημα care neut nom/voc/acc pl μελεδήματι , μελέδημα care neut dat sg μελεδήματε , μελέδημα care neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
μελέδημα — μελέδημα, ατος, τὸ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα 2. έγνοια, ανησυχία («ἀλλ ἐνὶ θυμῷ νύκτα δι ἀμβροσίην μελεδήματα πατρὸς ἔγειρεν», Ομ. Οδ.) 2. αυτό για το οποίο φροντίζει ή μεριμνά κάποιος, μέλημα, αντικείμενο φροντίδας («Χαρίτων μελέδημα», Ίβυκ.).… … Dictionary of Greek